- αναμαζώνω
- (αόρ. αναμάζωξα) μετ.1) собирать, накапливать; 2) подбирать (на улице);
§ γραφές αναμαζώνει — он на ладан дышит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ γραφές αναμαζώνει — он на ладан дышит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
αναμαζώνω — μάζωξα, περιμαζεύω από δω και από κει: Δεν μπορεί ν αναμαζώξει το γιο του από τους δρόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμαζώνω — βλ. αναμαζώνω … Dictionary of Greek